- αλλοτριονομώ
- ἀλλοτριονομῶ (-έω) (Α)1. κατανέμω, τοποθετώ τα πράγματα σε θέση διαφορετική από την κανονική2. υιοθετώ ξένες συνήθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριονόμος < ἀλλότριος + -νόμος < νέμω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.